- πεδόβροχος
- ὁ, Μείδος βρόχου με τον οποίο έπιαναν τα πουλιά από τα πόδια, συρτοθηλειά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεδ- τής λ. πέζα (< *πεδja), δωρ. τ. για το πούς (βλ. λ. πούς, πέζα) + βρόχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek